πλησιόθεος

πλησιόθεος
-ον, Α
εκκλ. (για τους αγγέλους) αυτός που πλησιάζει τον θεό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλησίος + θεός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”